
Το Φρούριο του Ρίου, γνωστό και ως Κάστρο του Μοριά, είναι ένα επάκτιο οχυρό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της οθωμανικής οχυρωτικής αρχιτεκτονικής του 15ου αιώνα. Aνήκει στη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία η ανακάλυψη της πυρίτιδας και η χρήση των πυροβόλων όπλων επέφεραν σταδιακές αλλαγές στις οχυρώσεις, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας τακτικής του πολέμου. Βρίσκεται στο ακρότατο σημείο του ομώνυμου αχαϊκού ακρωτηρίου, στη δυτική είσοδο του Κορινθιακού κόλπου. Κτίστηκε το 1499 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’, υπό την επίβλεψη του Σινάν Πασά και μαζί με το σύγχρονο φρούριο του Αντιρρίου έλεγχε τη διέλευση των πλοίων στον Κορινθιακό κόλπο.
Λόγω της στρατηγικής θέσης του υπήρξε αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα σε Οθωμανούς και Ενετούς. Οι Οθωμανοί μετά τη σύντομη κατάληψη του Ρίου το 1532 από τον Andrea Doria, τον Γενοβέζο αρχιναύαρχο του Γερμανού αυτοκράτορα και βασιλιά της Ισπανίας Κάρολου Ε΄, ενίσχυσαν τις νοτιοδυτικές οχυρώσεις, από την πλευρά της ξηράς. Σταθμό στην ιστορία του Φρουρίου όμως αποτέλεσε η κατάληψή του από τους Ενετούς το 1687, οι οποίοι έως το 1714 πραγματοποίησαν επιμελώς τον ανασχεδιασμό και την επέκτασή του σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα, δίνοντάς του τη μορφή που διατηρεί έως σήμερα. Το 1715 επανακαταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι το 1828, όταν μετά από σθεναρή αντίσταση παραδόθηκε στον Γάλλο στρατηγό N.J. Maison. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι ενετικές υποδομές χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές βαρυποινιτών, οι οποίες καταργήθηκαν το 1925. Το Φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο μέχρι το 1975, οπότε και παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού.


















